ηλεκτρ(ο)ενέργεια

ηλεκτρ(ο)ενέργεια
η электроэнергия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ηλεκτρ(ο)ενέργεια" в других словарях:

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεση — η / σύνδεσις, έσεως, ΝΜΑ [συνδέω] η ενέργεια τού συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση νεοελλ. 1. συγκράτηση, συνοχή 2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η …   Dictionary of Greek

  • μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό …   Dictionary of Greek

  • ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… …   Dictionary of Greek

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρικός — Αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο. θ. κλίμακα σειρά. Μία σειρά μετάλλων καταγεγραμμένων με τέτοια σειρά σε έναν πίνακα ώστε, αν κατασκευάσουμε με δύο από αυτά ένα θερμοστοιχείο, η φορά του ρεύματος που διαρρέει τη… …   Dictionary of Greek

  • μορφοτροπέας — ο (ηλεκτρ.) ηλεκτρομηχανική διάταξη η οποία μπορεί να δέχεται ενέργεια από εναλλασσόμενο ρεύμα και να τή μετασχηματίζει σε μηχανική ή ακουστική ισχύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. transducteur] …   Dictionary of Greek

  • τροφοδοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροφοδότη και στην τροφοδοσία ή στην τροφοδότηση 2. φρ. «τροφοδοτικό σύστημα» (ηλεκτρ.) σύστημα που εξασφαλίζει την τροφοδοσία μιας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής διάταξης με ηλεκτρική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»